στερεώματι

στερεώματι
στερέωμα
solid body
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραχωνεύω — Α προκαλώ τήξη και αλλαγή σχήματος («προσβαλεῑν τῷ στερεώματι ἤ παραχωνεῡσαι αὐτοῡ τι...» [ο ήλιος και η σελήνη δεν μπορούν] να επηρεάσουν το στερέωμα ή να προκαλέσουν τήξη και να αλλοιώσουν το σχήμα κάποιου μέρους του, Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”